δέρριον

English (LSJ)

τρίχινον σακίον, Hsch.

Spanish (DGE)

-ου, τό
1 piel, pellejo ψιλὸν περὶ πλευρῇσι <δέρριον> βοός Anacr.82.3, χείλη ... οἷον δέρριά τινα Ps.Caes.139.119.
2 δ.· τρίχινον σακίον Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

δέρριον: τό, ὑποκορ. τοῦ ἑπομ. Ἀνακρ. 19. 5, ἐξ εἰκασίας τοῦ Bgk.· ἴδε Ἡσύχ., Σουΐδ.

Russian (Dvoretsky)

δέρριον: τό Anacr. = δερμάτιον.