δέχθαι

French (Bailly abrégé)

inf. pf. ou inf. ao. sync. poét. de δέχομαι.

English (Autenrieth)

see δέχομαι.

Greek Monotonic

δέχθαι: απαρ. Επικ. αορ. βʹ του δέχομαι.

Russian (Dvoretsky)

δέχθαι: inf. aor. 2 к δέχομαι.