δήξομαι

French (Bailly abrégé)

f.1 de δάκνω.

Greek Monotonic

δήξομαι: μέλ. του δάκνω.

Russian (Dvoretsky)

δήξομαι: fut. к δάκνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δήξομαι ind. fut. med. van δάκνω.