δήπουθε

French (Bailly abrégé)

v. δήπουθεν.

Greek Monolingual

δήπουθε και δήπουθεν (αοριστολ. επίρρ. όμοιο κατά πολύ προς το δήπου, ιδιαίτερα προ φωνήεντος) (Α)
βεβαίως, ασφαλώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δήπου + (επιρρ. κατάλ.) -θε(ν)].