δίορος
English (LSJ)
= διαστάτης, Hsch.; stone used in the game ἐφεδρισμός, Poll.9.119.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ piedra divisoria, mojón n. de una piedra empleada como meta en el juego «ἐφεδρισμός» Poll.9.119, cf. Hsch. Cf. δίσορος.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
δίορος: ὁ διαχωρίζων, «διαστάτης», Ἡσύχ.· λίθος ἐν χρήσει κατὰ τὴν παιδιάν, ἥτις καλεῖται ἐφεδρισμός, Πολυδ. Ιʹ, 119.