δίχρους

English (LSJ)

-ουν, contr. for δίχροος.

Greek Monolingual

-ουν και δίχροος, -ο (AM δίχρους, -ουν και δίχρος, -ον)
ο δίχρωμος.

German (Pape)

zusammengezogen aus δίχροος.