δαιδαλοεργός

German (Pape)

[Seite 514] künstlich arbeitend, Paul. Sil. amb. 94.

Greek (Liddell-Scott)

δαιδαλοεργός: -όν, ὁ τεχνηέντως ἐργαζόμενος, Παῦλ. Σιλ. Ἄμβ. 94.

Spanish (DGE)

-όν
trabajador hábil, artista, ἀνήρ Paul.Sil.Ambo 123.

Greek Monolingual

δαιδαλοεργός, -όν (Μ)
ο επιδέξιος τεχνίτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δαίδαλος + -εργος < έργον].