δαιμονοπρόσωπος

Greek (Liddell-Scott)

δαιμονοπρόσωπος: -ον, ἔχων πρόσωπον δαίμονος· μτγν.

Greek Monolingual

δαιμονοπρόσωπος, -ον (Μ)
αυτός που έχει πρόσωπο σαν τών δαιμόνων, μαύρο και αποκρουστικά άσχημο.