δαιμονῶ (-άω) (AM) δαίμων1. έχω καταληφθεί από δαίμονα2. είμαι τρελόςμσν.(η μτχ. ενεστ. ως ουσ.) ὁ δαιμονῶνο δαιμονισμένοςαρχ.υποφέρω από επέμβαση θεϊκής δύναμης («δαιμονᾷ δόμος κακοῖς»).