δακρυοπότιστος

Greek Monolingual

-η, -ο
1. ο ποτισμένος με δάκρυα
2. όποιος ποτίζεται συνεχώς με δάκρυα, όποιος προκαλεί συνεχή θλίψη («δακρυοπότιστη αγάπη»).