δακτυλογράφος

Greek Monolingual

ο, η
1. αυτός που ξέρει να γράφει με γραφομηχανή
2. υπάλληλος που ασχολείται ειδικά με το γράψιμο στη γραφομηχανή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. δακτυλογράφος είναι πιθ. απόδοση ξεν. όρου].