δακτυλοδεικτέω
English (LSJ)
point with the finger, D.25.68: c. acc., D.C.61.17:—Pass., D.H.Rh.7.4, Ph.2.539.
Spanish (DGE)
I señalar con el dedo para avergonzar ἀλλ' ὅτι δακτυλοδεικτεῖτ' ἐπὶ τῷ πονηρότατον τῶν ὄντων ἁπάντων δεικνῦναι; D.25.68, ἐδακτυλοδείκτουν γε αὐτοὺς ἀλλήλοις D.C.61.17.4, τὴν ἐν τοῖς ἱματίοις γραφήν Ast.Am.Hom.1.3.2, αὐτὸν ... ἐπὶ τοῖς αἰσχίστοις Chrys.M.47.526, cf. Sm.Pr.6.13, Hsch.ε 389, en v. pas., D.S.13.103, Ph.22.539, D.H.Rh.7.4, Poll.2.155, Clem.Al.Paed.3.11.73, Ast.Am.Hom.3.10.3.
II fig.
1 apuntar a, indicar, significar en la exégesis bíblica tipológica Σημ καὶ Ἰαφετ δακτυλοδεικτοῦσι τοὺς περὶ τὸν Ἰωσήφ Nil.M.79.120C, cf. Ps.Caes.128.33.
2 abs. llamar la atención, poner énfasis δακτυλοδεικτῶν ... λέγει Cyr.H.Catech.18.18.
German (Pape)
[Seite 520] mit den Fingern zeigen, bezeichnen, τινά, Sp.; pass., καὶ εὐφημεῖσθαι D. Hal. rhet. 4 p. 273, 12. – Dem. ἐπίτινι 25, 67, verächtlich. S. das folgde.
French (Bailly abrégé)
δακτυλοδεικτῶ :
montrer du doigt en b. et en mauv. part.
Étymologie: δακτυλόδεικτος.
Russian (Dvoretsky)
δακτῠλοδεικτέω: показывать пальцем (ἐπί τινι Dem.).
Greek (Liddell-Scott)
δακτῠλοδεικτέω: διὰ τοῦ δακτύλου δεικνύω, Δημ. 790. 20, Δίων Κ. 61. 17. ― Παθ., Διον. Ἁλ. π. Ρητ. 7. 4. Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 266.
Greek Monotonic
Middle Liddell
[from δακτυλόδεικτος
to point at with the finger, Dem.