δακτυλοφύλακας

Greek Monolingual

ο
μετάλλινο έλασμα της λαβής με το οποίο προστατεύονται τα δάχτυλα του ξιφομάχου από χτυπήματα του αντιπάλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δάκτυλος + φύλακας. Η λ. (δακτυλοφύλαξ) μαρτυρείται από το 1872 στον Νικόλ. Πύργο].