δαμάλιον

English (LSJ)

τό, Dim. of δάμαλις, PFlor.150.2 (iii A.D.).

Spanish (DGE)

-ου, τό
ternero, ternera, PRainer Cent.42.8 (III a.C.), τὰ βούδια (l. βοΐδια) ὅσα ἔχεις ... ἤτε δαμάλια ἤτε μείζονα PFlor.150.3 (III d.C.), cf. POxy.3804.267 (VI d.C.), Gloss.2.266.