δαμαστέον

English (LSJ)

A one must break in, τριετῆ πῶλον Gp.16.1.11.
II Adj. δαμαστέος, δαμαστέα, δαμαστέον, Hsch. s.v. δματέα.

Spanish (DGE)

hay que domar (πῶλον) γενόμενον δὲ τριετῆ Gp.16.1.11, cf. Hsch.s.u. δματέα.