δαμόσιος

English (LSJ)

Doric for δημόσιος.

German (Pape)

[Seite 522] dor. = δημόσιος, Xen. Hell. 4, 5, 8.

French (Bailly abrégé)

dor. c. δημόσιος.

Greek Monolingual

-α, -ον
βλ. δημόσιος.

Greek Monotonic

δᾱμόσιος: δᾶμος, δαμόομαι, Δωρ. αντί δημ-.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δᾱμόσιος Dor. voor δημόσιος.