-ίδος, ἡ, = δενδαλίς, Poll.6.77, Hsch.
v. δενδαλίς.
[Seite 522] ίδος, ἡ, ein Kuchen vom Mehl gerösteter Gerste, Poll. 6, 76.
δανδαλίς: -ίδος, ἡ, = δενδαλίς, Πολυδ. Ϛ΄, 76, Ἡσύχ.
δανδαλίς, η (Α)βλ. δενδαλίς.