δασύσκιος

German (Pape)

[Seite 524] Erkl. der Gramm. von δάσκιος.

Spanish (DGE)

-ον
de espesas sombras, tupido, espeso falsa palabra para explicar δάσκιος q.u., como ej. de síncopa, Trypho Pass.1.23, δάσκιον· κατὰ συγκοπὴν τὸ δασύσκιον Sch.A.R.2.1283, cf. Eust.1015.56, Sch.Er.Il.15.273c.

Greek Monolingual

-α, -ο
(για δένδρα) όποιος δίνει πυκνή σκιά.