δασύσκιος
German (Pape)
Spanish (DGE)
-ον
de espesas sombras, tupido, espeso falsa palabra para explicar δάσκιος q.u., como ej. de síncopa, Trypho Pass.1.23, δάσκιον· κατὰ συγκοπὴν τὸ δασύσκιον Sch.A.R.2.1283, cf. Eust.1015.56, Sch.Er.Il.15.273c.
Greek Monolingual
-α, -ο
(για δένδρα) όποιος δίνει πυκνή σκιά.