δασύστομος

English (LSJ)

δασύστομον, with hoarse voice, Gal. 16.509.

Spanish (DGE)

-ον de voz ronca ἄνθρωποι Gal.16.509.

German (Pape)

[Seite 524] von rauher Stimme, Galen.

Greek (Liddell-Scott)

δασύστομος: -ον, ὁ τραχεῖαν ἔχων φωνήν, Γαλην. 5, 170.