δαύκειον

English (LSJ)

τό, = δαῦκος¹.

Spanish (DGE)

-ου, τό
• Grafía: frec. graf. δαυκίον, δαυκίν Gp.12.1.2
bot. zanahoria silvestre, Daucus carota L., Nic.Th.858, 939, δαυκείου σπέρμα Androm.161, cf. Hippiatr.Cant.21.2, Gp.l.c., Gloss.Bot.Gr.358.21.

German (Pape)

[Seite 524] τό, = folgdm, Nic. Th 858.

Greek Monolingual

δαύκειον, το (Α) δαύκος
ο δαύκος.