δεδέξομαι

French (Bailly abrégé)

f.ant. de δέχομαι.

Russian (Dvoretsky)

δεδέξομαι: fut. 3 к δέχομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δεδέξομαι indic. fut. perf. van δέχομαι.