δεδίδαχα

French (Bailly abrégé)

v. διδάσκω.

Greek Monotonic

δεδίδᾰχα: δεδίδαγμαι, Ενεργ. και Παθ. παρακ. του διδάσκω.

Russian (Dvoretsky)

δεδίδαχα: pf. к διδάσκω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δεδίδαχα indic. perf. act. van διδάσκω.