v. διδάσκω.
δεδίδᾰχα: δεδίδαγμαι, Ενεργ. και Παθ. παρακ. του διδάσκω.
δεδίδαχα: pf. к διδάσκω.
δεδίδαχα indic. perf. act. van διδάσκω.