δειλοκαταφρονητής
English (LSJ)
δειλοκαταφρονητοῦ, or δειλοκατα-φρόνητος, ον, cowardly and insolent, Ptol. Tetr.66.
Greek (Liddell-Scott)
δειλοκαταφρονητής: ὁ, = θρασύδειλος, Πτολ. Τετρ. 66.
Greek Monolingual
δειλοκαταφρονητής, ο (Α)
ο θρασύδειλος.