δειλόφθονος
Greek (Liddell-Scott)
δειλόφθονος: -ου, φθονερὸς καὶ δειλὸς ἅμα, Πολέμ. Φυσ. σ. 210. (ἀμφίβολ.).
Greek Monolingual
δειλόφθονος, -ον (Α)
ο δειλός και φθονερός συνάμα.
δειλόφθονος: -ου, φθονερὸς καὶ δειλὸς ἅμα, Πολέμ. Φυσ. σ. 210. (ἀμφίβολ.).
δειλόφθονος, -ον (Α)
ο δειλός και φθονερός συνάμα.