δειπνεύς

English (LSJ)

-έως, ὁ, divinity worshipped by cooks in Achaia, Ath.2.39d.

Greek Monolingual

δειπνεύς, ο (Α) δείπνον
θεότητα που λατρευόταν από τους μάγειρες στην Αχαΐα.