δεκάβαθμος

English (LSJ)

[κᾰ], ον, with ten steps, κρηπίς Ph.Byz.Mir.6.2.

Spanish (DGE)

-ον de diez escalones κρηπίς Ph.Byz.Mir.6.2.

German (Pape)

[Seite 542] zehnstufig, Philo.

Greek (Liddell-Scott)

δεκάβαθμος: -ον, ὁ ἔχων δέκα βαθμίδας, Φίλων Βυζ. περὶ τῶν Ἑπτὰ Θεαμ. 6.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM δεκάβαθμος, -ον)
αυτός που έχει δέκα βαθμίδες, δέκα σκαλοπάτια
νεοελλ.
ο δεκαβάθμιος, αυτός που έχει δέκα βαθμούς.