δεκάγραμμος

Greek Monolingual

-η, -ο
1. όποιος αποτελείται από δέκα γραμμές
2. το ουδ. ως ουσ. το δεκάγραμμο
μέτρο βάρους που ισοδυναμεί με δέκα γραμμάρια, το ένα εκατοστό δηλαδή του κιλού.