δεκάδελτος

Greek (Liddell-Scott)

δεκάδελτος: -ον, ὁ ἐκ δέκα δέλτων (πινάκων) συγκείμενος, νόμος Διον. Ἁλ.

Greek Monolingual

δεκάδελτος, -ον (Α)
γραμμένος σε δέκα δέλτους ή πίνακες.