δεκάμνως

Greek (Liddell-Scott)

δεκάμνως: μνων, (μνᾶ)· - ὁ ζυγίζων ἢ ἀξίζων δέκα μνᾶς, Ἀριστοφ. Εἰρ. 1224, 1235· δεκάμνουν, τό, βάρος δέκα μνῶν, Συλλ. Ἐπιγρ. 123, 8.