δεκάτευσις

English (LSJ)

-εως, ἡ, decimation, D.H.1.24.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
1 acción de diezmar, diezma de pers., como ofrenda a un dios, D.H.1.24
en el ejército, D.C.Epit.7.17.6.
2 ofrenda del diezmo ἐπ' αὐτῷ (βωμῷ) δεκατεύσεις χρημάτων γίνονται ... κατ' εὐχάς D.H.1.40.

German (Pape)

[Seite 543] ἡ, die Nehmung des zehnten Teiles, z. B. des zehnten Mannes, Decimirung, Dion. Hal. 1, 24; χρημάτων 1, 40.

Greek (Liddell-Scott)

δεκάτευσις: -εως, ἢ, τὸ λαμβάνειν τὸ δέκατον, ἕνα ἄνδρα ἐκ δέκα, Διον. Ἁλ. 1. 24.