δεκαπεντάχορδο

Greek Monolingual

το
εκκλησιαστικό μουσικό όργανο με δεκαπέντε χορδές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δεκαπέντε + χορδή. Η λ. μαρτυρείται από το 1882 στον Ι. Δ. Τζέτζη].