δεκαόργυιος
Spanish (DGE)
-ον
metrol. de diez brazas de largo σχοινίον Hero Tab.H.8.12, Geom.4.11, 12.
Greek Monolingual
δεκαόργυιος, -ον (AM)
με μήκος δέκα οργυιές.
-ον
metrol. de diez brazas de largo σχοινίον Hero Tab.H.8.12, Geom.4.11, 12.
δεκαόργυιος, -ον (AM)
με μήκος δέκα οργυιές.