δεκουρία
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
lat. decuria
1 milit. decuria, IEphesos 680.11 (I/II d.C.).
2 decuria colegio de jueces municipales ἐπίλεκτος κριτὴς ἐκ τῶν ἐν Ῥώμῃ δεκουριῶν IGR 3.778.9 (Atalia II d.C.?), colegio de otro tipo δ. γερούλων IUrb.Rom.206 (II d.C.), cf. Gloss.3.34.
Greek Monolingual
η
υποδιαίρεση της ρωμαϊκής κουρίας, η οποία αποτελούνταν από δέκα άνδρες ή δέκα ομάδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. decuria].