δεξιοφύλαξ
English (LSJ)
[ῠ], ακος, ὁ, right rear flank man, Hsch. s.v. οὐραγός.
Spanish (DGE)
-ακος, ὁ
soldado de la retaguardia del flanco derecho Hsch.s.u. οὐραγός.
Greek (Liddell-Scott)
δεξιοφύλαξ: ὁ, ὁ φύλαξ τοῦ δεξιοῦ κέρατος, Ἡσύχ.
[ῠ], ακος, ὁ, right rear flank man, Hsch. s.v. οὐραγός.
-ακος, ὁ
soldado de la retaguardia del flanco derecho Hsch.s.u. οὐραγός.
δεξιοφύλαξ: ὁ, ὁ φύλαξ τοῦ δεξιοῦ κέρατος, Ἡσύχ.