δερματοειδής

Greek Monolingual

(-ούς), -ές
αυτός που μοιάζει στην εμφάνιση ή την υφή με δέρμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1842 στον Ξ. Λάνδερερ].