δεσμίς

English (LSJ)

-ίδος, ἡ, = δέσμη, Hp.Mul.1.78, Thphr. HP 9.16.2.

Spanish (DGE)

-ίδος, ἡ
1 manojo, puñado μίνθης δ. σμικρή Hp.Mul.1.78 (p. 184), τῶν πράσων ὅσον δεσμίδα τρίψας ἐν οἴνῳ Hp.Net.Mul.90, (δικτάμνου) Thphr.HP 9.16.2.
2 venda o banda para el pecho σφίγγε τὸ στῆθος δεσμίδι Gal.14.449, cf. Paul.Aeg.3.35.3.

German (Pape)

[Seite 550] ίδος, ἡ, dim. zu δεσμή, Hippocr. Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

δεσμίς: -ίδος, ἡ, = δέσμη, Ἱππ. 626. 20, 26, Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 9. 16, 2.

Greek Monolingual

η
βλ. δεσμίδα.