δεσμοφυλακεία

English (LSJ)

ἡ, tax for maintenance of prisons, PFay.53.6; service as warder, PFlor. 253 (iii A. D.), al.

Greek Monolingual

δεσμοφυλακεία, η (Α)
1. φόρος για τη συντήρηση των δημόσιων φυλακών
2. η υπηρεσία του δεσμοφύλακα.