δεσπότειος

English (LSJ)

α, ον, = δεσπόσυνος, Lyc.1183.

Spanish (DGE)

-α, -ον
del amo de la casa ψευδήριον ... ταῖς δεσποτείαις ὠλέναις ὠγκωμένον Lyc.1183.

German (Pape)

[Seite 551] = δεσπόσυνος, ὠλέναι Lycophr. 1183.

Greek (Liddell-Scott)

δεσπότειος: -α, -ον, = δεσπόσυνος, Λυκόφρ. 1183.

Greek Monolingual

δεσπότειος, -α, -ον (Α) δεσπότης
ο δεσπόσυνος.