δευσοποιία
English (LSJ)
ἡ, dyeing, Poll.1.49.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ tinte Poll.1.49.
Greek (Liddell-Scott)
δευσοποιία: ἡ, τὸ βάπτειν, βάψιμον, ἡ βαφικὴ τέχνη, Πολυδ. Α΄, 49.
Greek Monolingual
η (Α δευσοποιΐα)
η βαφική.
ἡ, dyeing, Poll.1.49.
-ας, ἡ tinte Poll.1.49.
δευσοποιία: ἡ, τὸ βάπτειν, βάψιμον, ἡ βαφικὴ τέχνη, Πολυδ. Α΄, 49.
η (Α δευσοποιΐα)
η βαφική.