δημιωστί

German (Pape)

[Seite 563] auf öffentliche Art, Drac. p. 37, 5.

Greek (Liddell-Scott)

δημιωστί: ἐπίρρ. , δημοσίᾳ, ἐσχηματισμένον κατὰ τὸ ἱερωστί, μεγαλωστί, Δράκων37.5.

Spanish (DGE)

adv. popularmente Hdn.Gr.1.506, 536, Theognost.Can.160.3, Eust.1899.57.

Greek Monolingual

δημιωστί επίρρ. (Α)
δημοσία, ενώπιον του δήμου ή με δαπάνες του δήμου.