δημολόγος

German (Pape)

[Seite 563] ὁ, Volksredner, Synes.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ arengador, orador popular peyor. πολιτικός τε καὶ δ. καὶ σοφιστής Them.Or.26.314d, οὗτος οὖν ἐστιν ὁ δ. ἀτεχνῶς Synes.Dio 12, δεινοί, πανοῦργοι, δημολόγοι Cat.Cod.Astr.8(1).186.3.

Greek Monolingual

δημολόγος, ο (Α)
ο δημηγόρος.