διάβρωσις

English (LSJ)

-εως, ἡ,
A eating through, τινός Plu.2.967f(pl.); chewing, Dsc.5.74.
II Medic., erosion of the coats of a vessel, Aret.SA2.2, SD2.9(pl.), J.BJ7.11.4, Gal.8.262; of the tissues generally, ib.81; also βλεφάρων Dsc.1.105 (pl.).

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
• Morfología: [jón. gen. -ιος Aret.SA 2.2.8]
1 masticación de una planta εἰ δὲ καδμείη εἴη, ἀνέχεσθαι τῆς διαβρώσεως Dsc.5.74.5, de alimentos αἵ τε τῶν δυσφόρων ... διαβρώσεις καὶ διαιρέσεις el modo en que (las hormigas) mastican y despedazan los alimentos difíciles de transportar Plu.2.967f.
2 medic. ulceración τῶν ἐντέρων I.BI 7.453, cf. Gal.8.262, βλεφάρων Dsc.1.105, τῶν ὑμ[έ] νων ἐπ[ὶ σταφ] υλώματος medic. en Marganne, L'ophthalmologie p.134, cf. Aët.7.27, de los tejidos, gener. ἀπὸ ῥήξιος ἀγγείου, ἢ διαβρώσιος, ἢ ἀραιώσιος ἀνάγεται Aret.l.c., cf. SD 2.11.4, Plu.2.1087e, Aët.5.101, Paul.Aeg.3.31.1
corrosión ἡ ὑπὸ δριμέος χυμοῦ δ. Gal.8.81.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
érosion, ulcération.
Étymologie: διαβιβρώσκω.

Greek (Liddell-Scott)

διάβρωσις: -εως, ἡ, ἐξέλκωσις, Ἀρετ. Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 9.

Russian (Dvoretsky)

διάβρωσις: εως ἡ разъедание Plut.

German (Pape)

ἡ, das Durchfressen, Medic.