διάδομα

English (LSJ)

-ατος, τό, (διαδίδωμι) distribution of money, IG7.2715.64 (Acraeph.), Ἀρχ.Δελτ. 2.148(pl.), UPZ2.8 (ii B. C.).

Spanish (DGE)

-ματος, τό
reparto, distribución, de donde tb. donación en dinero o especie τὸ ἐπὶ πόλεος δ. ... ἔδωκεν πᾶσι τοῖς πολείτας IG 7.2712.64 (Acrefía I d.C.), cf. Didyma 360.7 (II d.C.) en Hell.11/12.471, frec. en plu. διαδόματα ἔδωκεν [ἕ] νδεκα δ[η] ναρίων IG 7.2712.80 (Acrefía I d.C.), διαδόματα πάνδημα SEG 17.315.19 (Berea I d.C.), ἐκ τῶν βουλευτικῶν διαδομάτων IK 111.11 (II d.C.), cf. UPZ 2.8 (II a.C.) en BL 8.499
gen. διαδόματος a título de distribución, SEG 32.1306.7 (Cibira I d.C.).

Greek (Liddell-Scott)

διάδομα: το, (διαδίδωμι) διανομὴ χρημάτων, Συλλ. Ἐπιγρ. 1625. 61.

German (Pape)

τό, das Verteilte, Inscr. 1625.