διάκοιλος

English (LSJ)

διάκοιλον, quite hollow, D.S.17.115.

Spanish (DGE)

-ον hueco Σειρῆνες ref. estatuas, D.S.17.115, καυλός Dsc.4.114.

German (Pape)

ganz hohl, Diod. 17.115.

Russian (Dvoretsky)

διάκοιλος: полый, пустотелый (sc. ἀνδριάντες Diod.).

Greek (Liddell-Scott)

διάκοιλος: -ον, ὅλως κοῖλος, Διόδ. 17. 115.

Greek Monolingual

διάκοιλος, -ον (Α) κοίλος
εντελώς κούφιος.