διάνηξις

English (LSJ)

-εως, ἡ, swimming through, Herm. ap. Stob.1.49.44.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
natación (τὸ γένος) ἑτέρας ὑγρασίας δεόμενον εἰς διάνηξιν de los peces Corp.Herm.Fr.23.23, πεῖρα τῆς διανήξεως Epiph.Const.Haer.59.3.2.

Greek (Liddell-Scott)

διάνηξις: ἡ, τὸ διὰ μέσου κολυμβᾶν, ἡ διακολύμβησις, Ἑρμ. παρὰ Στοβ. Ἐκλογ. 1. 944.

German (Pape)

ἡ, das Durchschwimmen, Hermes Stob. ecl. 1.52.