διάρδω
English (LSJ)
Spanish (DGE)
regar, irrigar δ. τὸν οὐρανόν mojar el cielo del paladar Hp.Cord.3, en v. pas. de una reg. διαρδομένη χειμάρροις I.BI 3.45, cf. 519.
German (Pape)
[Seite 599] bewässern, Ios.
Greek (Liddell-Scott)
διάρδω: μέλλ. –άρσω, ποτίζω, καταποτίζω, Ἰώσηπ. Ι. ΙΙ. 3. 10, 8, ἐν τῷ παθ.