διάσπιλος

English (LSJ)

διάσπιλον, all rocky, Peripl.M.Rubr.43.

Spanish (DGE)

-ον
rocoso, lleno de piedras ταινία τραχεῖα καὶ δ. Peripl.M.Rubri 43.

Greek (Liddell-Scott)

διάσπῐλος: -ον, ὅλος βραχώδης, Ἀρρ. Περίπλ. 25. 12.

Greek Monolingual

διάσπιλος, -ον (Α)
βραχώδης.

German (Pape)

felsig, Arr. Peripl.