διάστρωμα
English (LSJ)
-ατος, τό,
A abstract of title-deeds in land registry, POxy. 237 viii 39 (ii A. D.), etc.
II = digestum, Glossaria.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
admin. registro, lista τῶν ἱκανοδοσιῶ(ν) τοῦ ιβ (ἔτους) POxy.3807.36 (I d.C.), (ὀκταδράχμου) σπονδῆς Διονύσου BGU 1897.1 (II d.C.)
•esp. registro de la propiedad, catastro τὰ ἐν τῇ τῶν ἐγκτήσεων βιβλιοθήκῃ διαστρώματα POxy.237.8.30, ἐγ διαστρώματος Ἀλ[ε] ξαν[δ] ρέων τρίτου τόμου κολ(λήματος) μα extracto del registro de los Alejandrinos, tomo tercero, columna cuarenta y uno, PGen.100.1 (II d.C.), διαστρώ(ματα) τῆς α(ὐτῆς) κώ(μης) POsl.107.9 (II d.C.), διὰ πενταετίας ἐπανανεοῦσθαι τὰ διαστρώματα POxy.237.8.42, cf. PWash.Univ.2.17 (ambos II d.C.), glos. a digestum, Gloss.2.49.
Greek Monolingual
διάστρωμα, το (AM)
1. καταγραφή, κατάλογος
2. καταγραφή τίτλου ιδιοκτησίας σε κτηματολόγιο
3. πανδέκτης.