διάτμημα

English (LSJ)

-ατος, τό, space partitioned off, Lyd.Mag.3.37.

Spanish (DGE)

-ματος, τό barrera de separación Lyd.Mag.3.37.

Greek Monolingual

διάτμημα, το (Α) διατέμνω
χώρισμα.