διάττησις

English (LSJ)

-εως, ἡ, sifting, prob. in Plu.2.693e.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ criba (τοῦ πυροῦ) Plu.2.693d.

German (Pape)

[Seite 608] ἡ, das Durchsieben, emend. Plat. Symp. 6, 7 g. E., für διαιτήσεις; Andere διήθησις.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de passer au crible.
Étymologie: διαττάω.

Greek Monolingual

διάττησις, η (Α) διαττώ
κοσκίνισμα.

Russian (Dvoretsky)

διάττησις: εως ἡ просеивание Plut.